- δυσζήλου
- δύσζηλοςexceeding jealousmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσζηλος — δύσζηλος, ον (Α) 1. ο υπερβολικά ζηλότυπος 2. αυτός που δείχνει υπερβολικό ζήλο 3. αυτός που συναγωνίζεται στις κακουχίες 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσζηλον η ιδιότητα τού δύσζηλου … Dictionary of Greek